μαγνόλια

μαγνόλια
Βλ. λ. μανόλια.
* * *
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μαγνολιίδες και περιλαμβάνει 80 περίπου είδη δένδρων και θάμνων, πολλά από τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μανόλια ή μαγνόλια — Γένος φυτών της οικογένειας των μαγνολιιδών, το οποίο περιλαμβάνει 75 περίπου είδη δέντρων ή θάμνων. Έχουν ακέραια, δερματώδη, κατ’ εναλλαγή φύλλα, και μονήρη, συχνά μεγάλα άνθη, λευκού χρώματος, με περιάνθιο αποτελούμενο από 9 18 μέρη με… …   Dictionary of Greek

  • μανόλια — και μανιόλια, η το φυτό μαγνόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μανιόλα είναι μεταφορά στην ελλ. τού ιταλ. magnolia (βλ. λ. μαγνόλια). Ο τ. μανόλια < μανιόλια με ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου ι ] …   Dictionary of Greek

  • στήμονας — Όργανο που στο άνθος των Αγγειοσπέρμων παίρνει μέρος στο σχηματισμό του «ανδρείου» ή «ανδρωνίτη», δηλαδή του άρρενος γεννητικού συστήματος. Κάθε σ. αποτελείται από δύο μέρη που διακρίνονται καθαρά: το νήμα και τον ανθήρα, ο οποίος φέρεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”